- αυτοκινητάδα
- ηβόλτα με αυτοκίνητο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοκινητάδα — η διαδρομή, περίπατος πάνω σε αυτοκίνητο: Έλα να πάμε αυτοκινητάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek